Τρίτη 28 Νοεμβρίου 2023

Όλα ‘ναι υφάδια της κοιλιάς και το ψωμί στημόνι. (Άρθρο της Ευγενίας Πανουργιά *)

 Μ’ αυτή την παροιμιακή  έκφραση  ο λαός  περιγράφει τη σπουδαιότητα του ψωμιού στην καθημερινή διατροφή του από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, ενός βασικού αγαθού για την επιβίωση.  Στην Ελλάδα το γεύμα καθορίζεται από την παρουσία ψωμιού. Δε θεωρείται κανονικό γεύμα, οτιδήποτε καταναλώνεται χωρίς να συνοδεύεται από ψωμί (Α. Ματάλα,2008). Θεμέλιο της διατροφής μας είναι η «μεσογειακή τριάδα» σιτάρι, λάδι, κρασί, με συμβολικούς ρόλους στις διαβατήριες τελετές και στα έθιμα του κύκλου της ζωής.

Η διαδικασία «από το σπόρο στο αλεύρι» και «από το αλεύρι στο ψωμί» είναι εντυπωσιακή και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από περιοχή σε περιοχή δίνοντας σ’ εμάς του νεότερους  πλήθος πολιτισμικών στοιχείων.

Πριν από 50 και πλέον χρόνια μία πενταμελής Δαδιώτικη οικογένεια ήθελε για να συντηριθεί το χρόνο περίπου: 600 οκάδες στάρι (φαΐ και σπόρο), 30 οκάδες όσπρια, 70 οκάδες λάδι, 350 οκάδες κρασί, 25 οκάδες τυρί, ελιές.. (Δήμητρα Παπαλιάκου,1990).

Σάββατο 25 Νοεμβρίου 2023

Του Σκορδά το Χάνι – Άρθρο του Γιάννη Σκορδά

Eνα από τα πιο γνωστά Χάνια στον Ελλαδικό χώρο, εδώ και διακόσια χρόνια τουλάχιστον, είναι του Σκορδά το Χάνι. Έχει μείνει μέχρι σήμερα η έκφραση «Καλή αντάμωση στου Σκορδά το Χάνι», που αποδίδεται στον Οδυσσέα Ανδρούτσο από την περίοδο της Επανάστασης του 1821. Η έκφραση αυτή λέγεται μεταξύ φίλων, όταν ο ένας από αυτούς αποχωρεί, για να ξανασυναντηθούν σε γνωστό και πολυσύχναστο μέρος.

Χάνια λέγονταν τα πανδοχεία, οι ξενώνες δηλαδή σε παλαιότερες εποχές, οι οποίοι είχαν κατασκευαστεί επάνω σε οδικούς άξονες και προσέφεραν εκτός από το κατάλυμα, φαγητό για τους ταξιδιώτες και σταύλο και τροφή για τα ζώα τους. Η λέξη προέρχεται από την περσική λέξη «Χάν» (Khan) που σημαίνει πανδοχείο την περίοδο της τουρκοκρατίας και διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20 ου αιώνα.

Η θέση, όπου ήταν το ιστορικό Χάνι του Σκορδά, έχει αναζητηθεί από πολλούς ερευνητές. Πρέπει να θεωρείται βέβαιο ότι ήταν στην περιοχή του Λιδορικίου, κοντά στη συμβολή του Μόρνου με τον παραπόταμό του Κόκκινο ποταμό, δίπλα στη διασταύρωση του παλιού δρόμου Λιδορικίου – Ναυπάκτου με το δρόμο προς τα χωριά Διακόπι και Δάφνο. Το Χάνι αυτό περιήλθε αργότερα στον Καραπιστόλη, που είχε και το παρωνύμιο Ντακουΐνος. Σήμερα είναι ένα από τα κτίσματα που σκέπασε η λίμνη του Μόρνου.

Υπάρχουν αρκετές αναφορές σύμφωνα με τις οποίες το Χάνι βρισκόταν στην περιοχή που προαναφέραμε.

Ο Νικόλαος Κασομούλης στο έργο του «ενθυμήματα στρατιωτικά» γράφει ότι: «Ο Δήμος Καλτσάς, Γεώργιος Κίτζος, Γεωργάκης Βαλτινός, Αναγνώστης Καραγιάννης, καθώς και ο Γενικός Έφορος των στρατευμάτων της Στερεάς Γ. Αινιάν ευρίσκοντο τοποθετημένοι ταις περισσότεραις φοραίς κατά το Κλίμα και Σκορδά το Χάνι, και είχαν προκατειλημμένον το γεφύρι υποκάτω του Λιδορικίου θέσιν εις την οποίαν πολεμήσαντες με τους εχθρούς, πολλάκις τους ενίκησαν».

Ο συγγραφέας Γεώργιος Καψάλης στο έργο του «Η Φωκίδα στο 1851» αναφέρει: «Ο Κιουταχής μετά τη νίκη του στο Μεσολόγγι θέλησε να ξεμπερδεύει μια και καλή και με τη Δωρίδα και αποφασίζει να κτυπήσει στα ορεινά από Πενταγιού και πάνω…. Έγινε μάχη φοβερή στις 30 Ιουλίου 1926, όπου οι Τούρκοι αποδιώχτηκαν προς το ποτάμι Κόκκινος και σταμάτησαν στου Σκορδά το Χάνι, το γνωστό στις μέρες μας και Χάνι Καραπιστόλη».

Στην εφημερίδα «Ο Ρουμελιώτης» στις 8 Ιουνίου 1929 δημοσιεύεται άρθρο, σύμφωνα με το οποίο επιβάλλεται η τροποποίηση της χάραξης του δρόμου Δωρίδας – Ναυπάκτου ώστε να περάσει από το ιστορικό Χάνι του Σκορδά. Το άρθρο αυτό έχει ως εξής:

Η ΟΔΟΣ ΔΩΡΙΔΟΣ – ΝΑΥΠΑΚΤΟΥ

ΕΠΙΒΕΒΛΗΜΕΝΗ ΜΕΤΑΤΡΟΠΗ ΕΙΣ ΤΟΝ ΚΟΚΚΙΝΟΝ

όχι εις του Αγά την Βρύσιν, αλλά εις το ιστορικόν Χάνι του Σκορδά.

«Από της θέσεως «Αγά Βρύσης» βαδίζοντες επί ημισείαν ώραν επί εδάφους ομαλωτάτου φθάνομεν εις την ιστορικήν θέσιν «Σκορδά Χάνι» ένθα και μόνον έπρεπε να σταματήση ο οφθαλμός των μηχανικών … Δια της μικράς ταύτης παρεκκλίσεως η οδός θα διέλθη της ιστορικωτάτης θέσεως την σπουδαιότητα της οποίας αποθανάτισεν ο αθάνατος Σκορδάς με το Χάνι του, το οποίον ήτο το εντευκτήριον των οπλαρχηγών της Στερεάς Ελλάδος και το ορμητήριον του Διάκου, Σκαλτσά και λοιπών οπλαρχηγών…».

Εκτός από το Χάνι αυτό που βρισκόταν στην περιοχή του Λιδορικίου, υπήρχε και το «Χάνι του Σκορδά» στο Δαδί. Βρισκόταν κοντά στην Κάτω Πλατεία, δίπλα στην εθνική οδό, που τότε περνούσε από εκεί. Επρόκειτο για ένα ισόγειο μακρόστενο κτίσμα που είχε στέγη με κεραμίδια και ήταν στην είσοδο της πόλης. Λειτούργησε από τον 19ο αιώνα μέχρι της δεκαετία του 1940.

Ο Λουκάς Σαγιάς, που γεννήθηκε και μεγάλωσε στην ίδια γειτονιά, στο ποίημά του «Η παιδική μου γειτονιά» που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Αμφίκλεια» μας δίνει μια σαφή εικόνα για το Χάνι και τις ικανότητες του μπάρμπα – Γιώργη του Σκορδά:

«..Δίπλα ακριβώς μεσοτοιχιά με το γέρο-Κομνά

ήταν το περίφημο το Χάνι του Σκορδά.

Ήτανε τότε ξακουστό αυτό το πανδοχείο

το σύγχρονο της εποχής καλό ξενοδοχείο.

Άνθρωποι, κάρα και άλογα έβρισκαν φιλοξενία

και κούρνιαζαν με ανθρωπιά σε τούτη τη γωνιά.

Ο μπάρμπα – Γιώργης ο Σκορδάς ήταν πολύ αγαπητός

θυμόσοφος και εργατικός, καλαμπουρτζής και πρακτικός.

Δίπλα στο Χάνι έστησε ποδηματοποιείο

των τετράποδων βέβαια τρανό πεταλουργείο

Και ήταν ο μοναδικός και άριστος τεχνίτης

που όλοι τον παραδέχονταν πως ήταν αετονύχης…»

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αυξήθηκε πολύ η κυκλοφορία των αυτοκινήτων, ενώ αντίθετα οι άμαξες με τα ζώα έπαψαν να κυκλοφορούν. Τα χάνια που εξυπηρέτησαν για πολλούς αιώνες τους ταξιδιώτες δεν είχαν πλέον λόγο ύπαρξης.

Ο Ιωάννης Σκορδάς γεννήθηκε στην Αμφίκλεια, όπου και ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Αποφοίτησε από την Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών Και εργάστηκε για πολλά χρόνια στη Διεύθυνση Γεωργίας στην Άμφισσα.

Συνταξιοδοτήθηκε το 2007 και διαμένει μόνιμα στην Ιτέα Φωκίδας. Είναι ερευνητής και συγγραφέας βιβλίων αναφερομένων στην ιστορία της γενέτειράς του.

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Εν Δελφοίς

 


Παρασκευή 17 Νοεμβρίου 2023

Η έναρξη του πολέμου το 1940 (άρθρο του Γιάννη Σκορδά από την Εφημερίδα "Εν Δελφοίς")

Η μεγαλύτερη και πιο καταστροφική σύγκρουση που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα ήταν ασφαλώς ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Το ναζιστικό καθεστώς της Γερμανίας με οδηγό (Fuhrer - Φύρερ) τον Αδόλφο Χίτλερ από το 1933 που αυτός ανέλαβε την εξουσία, άρχισε να σχεδιάζει ένα πόλεμο για τον έλεγχο ολόκληρης της Ευρώπης. Αφού εξασφάλισε την ουδετερότητα της Σοβιετικής Ένωσης με σύμφωνο μη επιθέσεως και προσάρτησε την Αυστρία και την Τσεχία, εξαπέλυσε επίθεση κατά της Πολωνίας. Η Σεπτεμβρίου 1939, ημέρα κατά την οποία άρχισε η επίθεση της Γερμανίας κατά της Πολωνίας, θεωρείται η ημέρα έναρξης του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου που διήρκεσε έξη ολόκληρα χρόνια από το 1939 μέχρι το 1945.

Τετάρτη 8 Νοεμβρίου 2023

Τα σημαντικά γεγονότα του 1822 – Η Μάχη στο Δαδί

 Του Δημήτρη Βασιλείου* / Εν Δελφοίς

Τα πλέον σημαντικά γεγονότα του δευτέρου έτους της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 στην Ανατολική Χέρσο Ελλάδα ήταν: α) η εκστρατεία του Δημητρίου Υψηλάντη στην περιοχή του Δαδιού, τον Φεβρουάριο του 1822, β) οι εκστρατείες των Ελλήνων οπλαρχηγών στο Πατρατζίκι και στη Στυλίδα, γ) η παραίτηση του Οδυσσέα Ανδρούτσου από την ηγεσία του στρατεύματος, δ) τα γεγονότα της Δρακοσπηλιάς, ε) η μάχη στο Δαδί, 1 Νοεμβρίου 1822.

Έπειτα από την εξουδετέρωση του Αλή Πασά ο Χουρσίτ έστρεψε το ενδιαφέρον του στις επιχειρήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων της Στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Το επιχειρησιακό σχέδιο των Οθωμανών προέβλεπε ταυτόχρονη εισβολή στρατευμάτων στην Ανατολική και στη Δυτική Χέρσο Ελλάδα, με παράλληλη δράση του οθωμανικού στόλου. Για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού ο Χουρσίτ συγκρότησε μεγάλη στρατιά, η οποία θα είχε την εντολή να προελάσει στην Πελοπόννησο για την ανακατάληψη της Τριπολιτσάς και την εξουδετέρωση των επαναστατικών εστιών της Ανατολικής Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Επικεφαλής της στρατιάς τοποθετήθηκε ο Μαχμούτ Πασάς, ο επονομαζόμενος Δράμαλης.

Τις κινήσεις των Οθωμανών παρακολουθούσε, όπως ήταν φυσικό, το Εκτελεστικό, το οποίο αποφάσισε τη μεταφορά δυνάμεων από την Πελοπόννησο για την ενίσχυση των οπλαρχηγών της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος τοποθετήθηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης, Πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος.

Από τις αρχές Μαρτίου η στρατιά του Δράμαλη βρισκόταν στην περιοχή του Ζητουνίου και έμελλε να κατευθυνθεί στην Πελοπόννησο. Η παρουσία τόσου μεγάλου στρατεύματος στην πεδιάδα του Σπερχειού ανησύχησε τους ντόπιους οπλαρχηγούς και τον Υψηλάντη, με πρωτοβουλία του οποίου συγκλήθηκε πολεμικό συμβούλιο στον Μπράλο, στις 24 Μαρτίου 1822, στο οποίο συμμετείχαν οι: Οδ. Ανδρούτσος, Γ. Δυοβουνιώτης, Δ. Σκαλτσάς, Μήτσος Κοντογιάννης, Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς), Ν. Πανουργιάς, Ανδρίτσος Σαφάκας και ο Δρόσος Μανσόλας, ως εκπρόσωπος του Αρείου Πάγου. Το συμβούλιο αποφάσισε να προσβάλουν οι ελληνικές δυνάμεις τις οθωμανικές ταυτόχρονα σε Στυλίδα και Πατρατζίκι (Υπάτη), την 1η Απριλίου 1822, και στη συνέχεια όλοι μαζί να κτυπήσουν το Ζητούνι (Λαμία), όπου ήταν ο κύριος όγκος της στρατιάς του Δράμαλη.

Δυστυχώς οι εκστρατείες στο Πατρατζίκι και στη Στυλίδα ήταν ανεπιτυχείς για τα ελληνικά στρατεύματα, εξαιτίας: α) της δυσμενούς σχέσεως μεταξύ κυβερνήσεως και στρατιωτικών, β) του μίσους μεταξύ του Αρείου Πάγου και του Οδυσσέα Ανδρούτσου, γ) της ασυνεννοησίας μεταξύ των Ελλήνων οπλαρχηγών στην εφαρμογή του αρχικού σχεδίου επιθέσεως. Το όφελος όμως των επιχειρήσεων ήταν η τετράμηνη περίπου καθυστέρηση της στρατιάς του Δράμαλη στην Ανατολική Χέρσο Ελλάδα, επ’ ωφελεία των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο. Ο Δράμαλης πέρασε τον Σπερχειό στις 29 Ιουνίου και κατευθύνθηκε ανενόχλητος στην Αττική και από εκεί στην Πελοπόννησο, όπου στις 26 Ιουλίου 1822 συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια, όπου και υπέστη μεγάλες απώλειες.

Οι υπάρχουσες, όμως, εντάσεις στη σχέση Αρείου Πάγου και Οδυσσέα Ανδρούτσου επιδεινώθηκαν έπειτα από την αποτυχία της διπλής εκστρατείας στο Πατρατζίκι και στη Στυλίδα. Κάποιοι εκ των αρεοπαγιτών απέδιδαν την αποτυχία στη διαγωγή του Ανδρούτσου. Ο Ανδρούτσος αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά του Αρείου Πάγου έστειλε εγγράφως από τη Δρακοσπηλιά, στις 16 Απριλίου 1822, την παραίτησή του από κάθε υπηρεσία της Πατρίδας, όπως μας πληροφορεί ο Σπυρίδων Τρικούπης.

Ο Άρειος Πάγος δίνοντας συνέχεια στην αντιπαράθεσή του με τον Ανδρούτσο αξίωνε από το Εκτελεστικό Σώμα την αντικατάστασή του, από τον Χρήστο Παλάσκα, καθώς και την αντικατάσταση του Δημητρίου Υψηλάντη, από τον οπλαρχηγό Παναγιώτη Γιατράκο.

Αποκύημα των εντάσεων και των αντιπαραθέσεων μεταξύ Ανδρούτσου, Ιωάννου Κωλλέτη (Μινίστρου των Εσωτερικών), Μαυροκορδάτου (Προέδρου του Εκτελεστικού) και Αρείου Πάγου ήταν ο θάνατος των Ηπειρωτών Χρήστου Παλάσκα και του Αλέξη Νούτσου στη Δρακοσπηλιά, οι οποίοι είχαν σταλεί από το Εκτελεστικό Σώμα ο μεν πρώτος ως αντικαταστάτης του Ανδρούτσου, ο δε δεύτερος ως πολιτικός διοικητής.

Οι πρόκριτοι των Αθηνών αντιδρώντας στον Άρειο Πάγο συγκρότησαν συνέλευση, στις 16 Σεπτεμβρίου 1822, στην οποία συμμετείχαν, κατά τον Κάρπο Παπαδόπουλο, εκτός των ιδίων, οι προεστοί Λειβαδιάς, Θηβών, Σαλώνων, Ταλαντίου και Ευρίπου, καθώς και οι αρχιερείς Αθηνών, Θηβών και Καρυστίας. Η συνέλευση, υπό την προεδρία του μητροπολίτη Αθηνών Διονυσίου, έλαβε δύο σημαντικές αποφάσεις. Με την πρώτη κατάργησε τον Άρειο

Πάγο και ανέθεσε τις αρμοδιότητές του στους αντιπροσώπους και εφόρους των ελευθέρων επαρχιών και με τη δεύτερη ανακήρυξε, στις 24 Σεπτεμβρίου 1822, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο αρχιστράτηγο της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος χαρίζοντάς του ένα ακριβό σπαθί.

Έπειτα από την αποτυχία του Δράμαλη στα Δερβενάκια, ο Χουρσίτ Πασάς προετοίμασε στράτευμα προς ενίσχυσή του επικεφαλής του οποίου όρισε τον Κιοσέ Μεχμέτ Πασά, έναν εκ των ικανοτέρων Οθωμανών αξιωματικών. Ο Χουρσίτ πίστευε ότι η ενδυνάμωση του στρατεύματος του Δράμαλη θα ενίσχυε το φρόνημα και την αυτοπεποίθηση των Οθωμανών για την ανακατάληψη της Τριπολιτσάς, η οποία είχε περιέλθει στη διοίκηση των Ελληνικών δυνάμεων έπειτα από την άλωσή της, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821.

Ο Χουρσίτ γνώριζε ότι η διέλευση του στρατεύματος του Κιοσέ Μεχμέτ από τα περάσματα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος ήταν δύσκολο εγχείρημα και θα έπρεπε να εξασφαλισθεί η επιτυχία του με κάθε δυνατό τρόπο. Προς τούτο έστειλε, τον Ιούλιο του 1822, τον Χασναμάρ Πασά με 2.500 κονιάρους (3.000 κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη) για τον έλεγχο των περασμάτων της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και ιδιαίτερα εκείνου της Φοντάνας (θέση υπεράνω του Μοδιού). Όμως οι Έλληνες οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης και Γκούρας αντιλήφθηκαν τις προθέσεις των Οθωμανών και κατέλαβαν το πέρασμα της Φοντάνας, που ήταν το σημαντικότερο της περιοχής. Οι Οθωμανοί δοκίμασαν πολλές φορές να περάσουν από τη Φοντάνας, ωστόσο όλες τους οι προσπάθειες ήταν ανεπιτυχείς.

Τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου του 1822 έφθασε στην περιοχή του Δαδιού (στην κοιλάδα του άνω ρου του Βοιωτικού Κηφισσού) ο κύριος όγκος του στρατεύματος του Κιοσέ Μεχμέτ από άλλο όμως πέρασμα, εξαιτίας της αποτυχίας του Χασναμάρ Πασά να καταλάβει τα στενά της Φοντάνας. Με την έλευση του Κιοσέ Μεχμέτ η δύναμη των Οθωμανών στην περιοχή του Δαδιού ανήλθε σε 12.000 περίπου άνδρες.

Γνωρίζοντας ο Κιοσέ Μεχμέτ τη μορφολογία του εδάφους και τα στρατηγικά σημεία της περιοχής, λόγω της συμμετοχής του στη μάχη της Αλαμάνας, αποφάσισε να μεταβεί στα Σάλωνα από τη Γραβιά και από εκεί μέσω του Κορινθιακού θα περνούσε στην Πελοπόννησο εγκαταλείποντας έτσι το αρχικό σχέδιο διελεύσεως μέσω Λειβαδιάς, Θηβών, Μεγαρίδας και Ισθμού της Κορίνθου.

Φθάνοντας στα Σάλωνα οι Οθωμανοί βρήκαν την πόλη έρημη από τους κατοίκους της, οι οποίοι είχαν φροντίσει πριν φύγουν να κάψουν τα κτήματα και τις αποθήκες τους, εφαρμόζοντας κατά κάποιο τρόπο την τακτική του Κολοκοτρώνη στον Αργολικό κάμπο πριν τη μάχη των Δερβενακίων. Όταν ο Κιοσέ Μεχμέτ πληροφορήθηκε ότι ο Ανδρούτσος ερχόταν από την Αθήνα προς το μέρος του και ότι στις ακτές της Πελοποννήσου, απέναντι από την Ανατολική Χέρσο Ελλάδα, συγκεντρώνονταν ελληνικά στρατεύματα Ελλήνων, αποφάσισε να επιστρέψει στην περιοχή της Γραβιάς, ώστε να αποφύγει πιθανό εγκλωβισμό του, και στη συνέχεια να μεταβεί στην Πελοπόννησο από τη Μεγαρίδα και τον Ισθμό, όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο της εκστρατείας.

Ο Ανδρούτσος παρακολουθώντας τις κινήσεις του Κιοσέ Μεχμέτ Πασά αποφάσισε να αναχαιτίσει τους Οθωμανούς στο Δαδί. Έτσι έστειλε στην περιοχή τους Γεώργιο Λεπενιώτη και Ιωάννη Κομποδαδίτη, καθώς και τους αδελφούς Κατσικογιάννη με τα παλληκάρια τους, για να φτιάξουν ταμπούρια στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας (πλησίον της Ι.Μ. Δαδίου). Ο ίδιος έφθασε στο Δαδί, στις 30 Οκτωβρίου 1822, και μετέβη αμέσως στα ταμπούρια της Αγίας Μαρίνας, όπου τοποθέτησε τους οπλαρχηγούς του σε διάταξη μάχης έχοντας στα δεξιά του τον Ευστάθιο Κατσικογιάννη και τον Ιωάννη Κομποδαδίτη και στα αριστερά του τον Γεώργιο Λεπενιώτη, ο ίδιος κατέλαβε το κέντρο της διατάξεως.

Ο Ανδρούτσος προσκάλεσε τον Σαρρή, που βρισκόταν μέσα στο Δαδί με τα 300 παλληκάρια, να πάει στα ταμπούρια της Αγίας Μαρίνας, για να βοηθήσει. Ο Σαρρής δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Ανδρούτσου και μάλιστα προσπάθησε να εμποδίσει και αυτούς που είχαν διαφορετική άποψη και ήθελαν να μεταβούν εκεί.

Οι Οθωμανοί έφυγαν από την περιοχή της Γραβιάς, όπου είχαν στρατοπεδεύσει, και κατευθύνονταν προς τη Βοιωτία σε πορεία παράλληλη με τη ροή του Κηφισού. Οι κάτοικοι του Δαδιού τρομοκρατημένοι από την παρουσία του πολυπληθούς Οθωμανικού στρατεύματος εγκατέλειψαν το Δαδί και κατέφυγαν στον Παρνασσό, για να σωθούν

Ο Κιοσέ Μεχμέτ γνωρίζοντας ότι οι Έλληνες κατείχαν δύο διαφορετικές θέσεις, επιτέθηκε ταυτόχρονα, την 1η Νοεμβρίου 1822, στο Δαδί με το ιππικό του και στα ταμπούρια του Ανδρούτσου με το πεζικό του επικεφαλής του οποίου ήταν ο ίδιος. Πρώτοι υπέκυψαν οι

άνδρες του Σαρρή, οι οποίοι ετράπησαν σε φυγή προς τη Βελίτσα αφήνοντας στο Δαδί τον Σαρρή αιχμάλωτο και 18 Αθηναίους νεκρούς κατά τον Κάρπο Παπαδόπουλο.

Στη συνέχεια το ιππικό των Οθωμανών κινήθηκε προς την Αγία Μαρίνα προσδοκώντας να περικυκλώσει τις ευρισκόμενες εκεί δυνάμεις των Ελλήνων οπλαρχηγών. Τα παλληκάρια του Ανδρούτσου βλέποντας ότι περικυκλώνονταν οπισθοχώρησαν προς το μοναστήρι. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος εξακολουθούσε να μένει στη θέση του και να πολεμάει. Μόλις αντιλήφθηκε ότι είχε μπροστά του τους Οθωμανούς πεζικάριους και στα νώτα του το ιππικό αυτών, οπισθοχώρησε και αυτός προς το μοναστήρι του Δαδιού.

Οι Τούρκοι κατέλαβαν το μοναστήρι, τους άνδρες τους έσφαξαν και τα γυναικόπαιδα τα αιχμαλώτισαν ο δε Ανδρούτσος τους ξέφυγε και κατευθύνθηκε προς τη Δαύλεια. Οι Οθωμανοί εισερχόμενοι στο μοναστήρι του Δαδιού δε σεβάστηκαν ούτε τα ιερά ούτε τα όσια προβαίνοντας σε κάθε μορφής βανδαλισμό στο έμψυχο και άψυχο περιεχόμενό του. Την ίδια τύχη είχε και το Δαδί, τα σπίτια και οι ναοί του. Τα πάντα έγιναν παρανάλωμα του πυρός και πολλοί των κατοίκων, που είχαν απομείνει εκεί, αιχμαλωτίσθηκαν. Οι Τούρκοι μετά τη μάχη κατευθύνθηκαν προς τη Βελίτσα και στρατοπέδευσαν στην περιοχή την ευρισκομένη μεταξύ Κάτω Καλυβιών του Δαδιού και αμπελιών της Βελίτσας.

Ο Ανδρούτσος, στις 5 Νοεμβρίου 1822, έστειλε τον γραμματικό του Αντώνιο Γεωργαντά στον Κιοσέ Μεχμέτ, για να του ζητήσει να σταματήσουν τον πόλεμο και να συζητήσουν. Επίσης του ζήτησε την παράδοση του συλληφθέντος οπλαρχηγού Νικολάου Σαρρή. Οι Οθωμανοί δέχθηκαν την ανακωχή, η οποία θα άρχιζε στις 5 Νοεμβρίου 1822 και έμελλε να διαρκέσει τρεις μήνες. Ορίσθηκε δε και συνάντηση ανάμεσα στην οθωμανική διοίκηση και τον Ανδρούτσο στην Αγία Μαρίνα, χωριό ανατολικά της Βελίτσας, όπου οι αντιπροσωπείες των εμπολέμων θα συναντιόντουσαν, για να συνομιλήσουν. Πρόθεση του Ανδρούτσου ήταν να πείσει τους Τούρκους να υποχωρήσουν στο Ζητούνι, για να κερδίσει χρόνο, ώστε ο επερχόμενος χειμώνας να αναγκάσει τον Κιοσέ Μεχμέτ να εγκαταλείψει την ιδέα μεταβάσεώς του στην Πελοπόννησο.

Στην αποχώρηση του οθωμανικού στρατεύματος συνέτεινε: α)ο ερχομός του χειμώνα, β)η λιποταξία πολλών Αλβανών πολεμιστών και γ)ο βίαιος θάνατος του Χουρσίτ Πασά.

Γι’ αυτή τη μάχη, που πέρασε στην ιστορία ως Μάχη του Δαδιού, έχουμε αναφορές των αυτοπτών μαρτύρων Κάρπου Παπαδόπουλου (οπλαρχηγού του Ανδρούτσου), Αντωνίου Γεωργαντά (γραμματικού του Ανδρούτσου), του αυτήκοου μάρτυρα στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, καθώς και των ιστορικών: Σπυρίδωνος Τρικούπη, Γουσταύου Χέρτσβεργ, Διονυσίου Κόκκινου, Γεωργίου Κρέμου, του ταγματάρχη της Ελληνικής Επαναστάσεως Λάμπρου Κουτσονίκα κ.ά.

*Ο Δημήτρης Ιωάν. Βασιλείου

κατάγεται από την Ελάτεια και διαμένει στην Αμφίκλεια.

Τη δεκαετία 2007-2017 διετέλεσε Διευθυντής στο Γενικό Λύκειο Αμφίκλειας.

Σήμερα ασχολείται με την έρευνα και τη συγγραφή ιστορικών βιβλίων

 Από την

Πέμπτη 20 Ιουλίου 2023

Η μάχη στο Μάνεσι Ελάτειας (20 Ιουλίου 1821) – Η νίκη του Αγοριανίτη Κομνά Τράκα (άρθρο του Ηλία Χρ. Θάνου) *

Όλο τον Ιούνιο του 1821 έχουμε μικροσυμπλοκές σε ολόκληρη της περιοχή της Φθιωτιδοβοιωτίας. Αν και ο Ομέρ Βρυώνης είχε καταλάβει και κατακαύσει την Λειβαδιά, οι Έλληνες της περιοχής με επικεφαλής τον Ανδρούτσο δεν τους άφηναν σε ησυχία και συνέχεια τους «χτυπούσαν». Με αυτόν τον τρόπο οι δύο πασάδες Ομέρ Βρυώνης και Κιοσέ Μεχμέτ είχαν «ανοίξει» πολλαπλά μέτωπα σε ολόκληρη την περιοχή.

Σάββατο 10 Ιουνίου 2023

Τόπος χωρίς μνημεία είναι τόπος χωρίς μνήμη. Τα πέτρινα τοξωτά γεφύρια του Δαδιού στο έλεος του αδυσώπητου χρόνου

Στα προ του 1830 ενδιαφέροντα μνημεία του Δαδιού εντάσσονται τα δύο πέτρινα γεφύρια του άνω ρου του Βοιωτικού (κατ’ άλλους Φωκικού) Κηφισσού ποταμού, τα οποία βρίσκονται: το μεν πρώτο στη θέση «Νερούτσου Μύλος», γνωστό ως Πάνω Γεφύρι, το δε δεύτερο στη θέση «Κομοπίλι», γνωστό ως Κάτω Γεφύρι. Και τα δύο γεφύρια είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την τοπική ιστορία του Δαδιού και προστατεύονται αυτοδίκαια από τις διατάξεις του Ν.3028/2002.


Το πέτρινο γεφύρι στη θέση «Νερούτσου Μύλος», Πάνω Γεφύρι

Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

29 Μαΐου 1453, Η Άλωση της Πόλης

Συμπληρώνονται φέτος 570 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα της Τρίτης 29 Μαΐου 1453  όπου η βασιλεύουσα των πόλεων έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Η Κωνσταντινούπολη είχε στο παρελθόν πολιορκηθεί είκοσι επτά φορές, αλλά μόνο τον Απρίλιο του 1204 οι Σταυροφόροι της Δ΄ σταυροφορίας κατάφεραν να μπουν στην Πόλη. Μετά την πτώση της  στους σταυροφόρους της δύσης η βυζαντινή αυτοκρατορία διασπάστηκε σε τρία μέρη: στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας (1204-1261) που κατά κάποιο τρόπο ήταν η φυσική συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στο Δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1337) και στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας που κυβερνήθηκε από την μεγάλη οικογένεια των Κομνηνών (1204-1261). Τον Αύγουστο του 1261 ανακαταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη  ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος και εγκαθιστά τη δυναστεία των Παλαιολόγων. Η Ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως και η ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έστρεψε αναγκαστικά και μοιραία την προσοχή του Μιχαήλ Η΄ στην Ευρώπη με αποτέλεσμα να παραμελήσει την ανατολή και να την αφήσει στο έλεος των Τούρκων.