Πέμπτη 21 Φεβρουαρίου 2019

Δαδί 1896. Η επίσκεψη Κλεμανσώ (β' μέρος)


"Είχα αφεθεί σε αυτές τις ευχάριστες παρατηρήσεις, περπατώντας με κόπο ανάμεσα σε πέτρες, που είναι το μοναδικό στολίδι των δρόμων. Στην πρώτη διασταύρωση συναντώ το Ξενοδοχείο του Ύπνου. Τρία άτομα γενειοφόρα κοιμούνται πράγματι κάτω από τη βεράντα. Το ένα από αυτά ωστόσο συγκινείται από την παρουσία μου και δέχεται να μου δείξει την κατοικία του δημάρχου.
Πρέπει να ανέβει κανείς με γενναιότητα από δρομίσκο σε δρομίσκο χωρίς να αφήσει τον εαυτό του να απογοητευτεί από τις πέτρες που κυλούν. Μια αυλή με ανώμαλο έδαφος φυτεμένη με δένδρα, μας δείχνει μέσα στο ζεστό φως της Δύσης την άσπρη σιλουέτα ενός εικοσάχρονου παιδιού, του οποίου το σκουρόχρωμο πρόσωπο φωτίζεται με ένα πλατύ χαμόγελο για να μας ευχηθεί το «καλώς ήλθατε». Ο πατέρας απουσιάζει. Αλλά η μητέρα που ονειρευόταν γονατισμένη κατά την τούρκικη συνήθεια πάνω σε μια ψάθα, σηκώνεται για να μας υποδεχθεί και να μας πει, χωρίς να γνωρίζει ποιοι ήμασταν, ότι το σπίτι είναι στη διάθεσή μας. Αυτή η φτωχή και καλή χώρα, είναι η πιο φιλόξενη που υπάρχει! Η οικοδέσποινά μας, σοβαρή και αξιοπρεπής, ήδη γερασμένη, πολύ χλωμή, με χαρακτηριστικά της πιο σπάνιας ομορφιάς, φέρνει το δεξί της χέρι στην καρδιά, μετά στα χείλη της σε μια τελετή χαιρετισμού και μας οδηγεί στο μεγάλο γυμνό δωμάτιο, όπου την είχαμε ξαφνιάσει. Ο συνηθισμένος καφές σερβίρεται και ενώ εξηγούμε την περιπέτειά μας, ο δήμαρχος παρουσιάζεται αυτοπροσώπως.

Είναι ένας ψηλός γέρος έντονα μυώδης, του οποίου η φουστανέλα καλύπτεται από ένα πανωφόρι λεπτού μπλε υφάσματος. Κεφαλή στρογγυλή, εντελώς φαλακρή, πρόσωπο ροδαλό, εντελώς σωκρατικό, πλαισιούμενο από άσπρη γενειάδα, με αγαθούς γέλωτες μέσα σε όλες τις ρυτίδες. Μόλις είχε πληροφορηθεί από ένα τηλεγράφημα του νομάρχη Λαμίας ότι επρόκειτο να έλθει ένας άνδρας από τη Γαλλία. Ήθελε να σπεύσει προς συνάντησή μου. Τι δυσάρεστο να έχει ειδοποιηθεί τόσο αργά! Με οδηγεί στο σαλόνι – γιατί βρίσκομαι στο σπίτι ενός πάμπλουτου – όπου οι αποσκευές μου είναι ήδη απλωμένες κάτω από μια φωτογραφία του πύργου του Άιφελ.
Βρισκόμασταν στις πρώτες κουβέντες όταν ξεσπάει μια εκκωφαντική μουσική, από μεγάλο τύμπανο (νταούλι) και κλαρινέτο (πίπιζα), η απαίσια ανατολίτικη φασαρία, που κτυπά τα νεύρα και κάνει τα σωθικά να αναπηδούν. Είναι του Αγίου Κωνσταντίνου. Αυτή τη μέρα συνηθίζεται να κάνει κανείς επίσκεψη σε όλους τους Κωνσταντίνους που μπορεί να έχει φίλους και είναι ένα ζήτημα, γιατί Κωνσταντίνος και Σπυρίδωνας είναι εδώ το σύνηθες βαπτιστικό όνομα. Η νεολαία ενώνεται σε ομάδες τραγουδώντας και χορεύοντας. Η καταιγίδα είχε διακόψει τη γιορτή που ξαναρχίζει πριν τη νύχτα. Ζητώ να συμμετάσχω στο θέαμα και έτσι βρεθήκαμε να τρέχουμε πίσω από πίπιζες και νταούλια.
Καθώς περπατούσαμε, δεν κατόρθωσα να μην παρατηρήσω στον καλό δήμαρχο ότι θα έχτιζε κανείς ένα ωραίο φρούριο κατά των Τούρκων με τίποτε άλλο, παρά μόνο με τις πέτρες που γεμίζουν τους δρόμους του Δαδιού. «Τι τα θέλετε», μου απάντησε γελώντας, «Πήγα και στην Κωνσταντινούπολη, που είναι μεγάλη πρωτεύουσα. Εκεί είναι ακόμη χειρότερα. Δεν υπάρχει κανένα χωριό στην Ελλάδα που να μην έχουμε καταντήσει να απομακρύνονται τα απορρίμματά του από αγέλες αγρίων σκύλων». Και καθώς μιλούσε σκεφτόμουν το χωριό μου στην Vendee, αξιοθρήνητο μέσα σε λάσπες αυτές τις ώρες. Μου φαίνεται ότι ο εξαίρετος Δαδιώτης και αυτός θα μπορούσε να βρει σ’ αυτό αντικείμενο κριτικής και η σκέψη αυτή με έκανε επιεική.
Είναι βέβαια εύκολο να μέμφεται κανείς τους Έλληνες όπως το έχουν κάνει ο About και άλλοι ακόμα, που δεν έχουν το ακαταλόγιστο. Αλλά ποιος είρων θα ήταν βέβαιος ότι δεν δίνει καθόλου δικαίωμα για ειρωνεία; Μετά από δυο χιλιάδες χρόνια εισβολών, μετά από τέσσερις αιώνες τουρκικής καταπίεσης, δεν είναι θαύμα ότι κάτι έχει σωθεί από την Ελλάδα; Η γλώσσα διατηρήθηκε, βεβαιώνοντας ότι η ψυχή της φυλής επέζησε, η ίδια η γλώσσα από την οποία οφείλει να ξαναγίνει η σκέψη. Ο Έλληνας έχει θαυμάσια προσόντα της εγκράτειας και νηφαλιότητας, της αντοχής, οι δυνατότητές του για εμπόριο ξεπερνούν κάθε μέτρο, αγαπά την πατρίδα του με μια ζεστή αγάπη, είναι γενναίος, η ανεξαρτησία του είναι χθεσινή, ο χρόνος δουλεύει γι’ αυτόν. Αυτή η χώρα υπήρξε πάρα πολύ μεγάλη για να μην δικαιούται κανείς να περιμένει κάποια γενναιόδωρη νέα άνθιση αυτών των ωραίων υπολειμμάτων του σφρίγους". 
Συνεχίζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου