Στη συνέχεια παραθέτουμε το κείμενο της εν λόγω ομιλίας, όπως αυτή εκφωνήθηκε:
"Έπειτα από την εξουδετέρωση του Αλή Πασά των Ιωαννίνων, τον Ιανουάριο του 1822, ο Χουρσίτ Πασάς έστρεψε το ενδιαφέρον του στις πολεμικές επιχειρήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων της Στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Το επιχειρησιακό σχέδιο των Τούρκων προέβλεπε εισβολή στρατευμάτων στην Ανατολική και στη Δυτική Χέρσο Ελλάδα, με παράλληλη δράση του οθωμανικού στόλου. Προϋπόθεση υλοποιήσεως του σχεδίου αυτού ήταν η αποδέσμευση των στρατευμάτων του Ομέρ Βρυώνη και αργότερα του Κιουταχή από την περιοχή του Σουλίου.
Προς υλοποίηση αυτού του σχεδίου ο Χουρσίτ άρχισε να προετοιμάζει μεγάλη στρατιά, η οποία θα προήλαυνε προς στην Πελοπόννησο προς ανακατάληψη της Τριπολιτσάς και την εξουδετέρωση όλων των επαναστατικών εστιών της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Επικεφαλής της στρατιάς δυνάμεως 30.000 ανδρών τέθηκε o Μαχμούτ Πασάς ο επονομαζόμενος Δράμαλης. Ο Χουρσίτ Πασάς παρέμεινε στη Λάρισα έχοντας την ευθύνη του ανεφοδιασμού του Δράμαλη και την ενίσχυσή του, εάν αυτό απαιτείτο.
Από τις αρχές Μαρτίου η στρατιά του Δράμαλη ευρίσκετο στην περιοχή του Ζητουνίου και έμελλε να κατευθυνθεί προς την Πελοπόννησο. Η παρουσία του μεγάλου αυτού στρατεύματος στην πεδιάδα του Σπερχειού ανησυχούσε τους ντόπιους οπλαρχηγούς, καθώς και τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Πρόεδρο του Βουλευτικού Σώματος.
Στις 24 Μαρτίου 1822 συνεκλήθη πολεμικό συμβούλιο στον Μπράλο υπό την προεδρία του Δημητρίου Υψηλάντη και τη συμμετοχή των οπλαρχηγών Ανδρούτσου, Γεωργίου Δυοβουνιώτη, Σκαλτσά, Κοντογιάννη, Νικηταρά, Παναγιώτη Ζαφειρόπουλου, Νάκου Πανουργιά, Σαφάκα και του Δρόσου Μανσόλα, ως εκπροσώπου του Αρείου Πάγου, στο οποίο αποφασίσθηκε, όπως την 1η Απριλίου 1822 οι ελληνικές δυνάμεις προσβάλουν ταυτόχρονα τις τουρκικές σε Στυλίδα και Πατρατζίκι και στη συνέχεια όλοι μαζί να κτυπήσουν το Ζητούνι, όπου ήταν ο κύριος όγκος των δυνάμεων του Δράμαλη.
Τα κάστρα του Πατρατζικίου και του Ζητουνίου δυστυχώς δεν αλώθηκαν. Το όφελος, όμως, των επιχειρήσεων αυτών ήταν η τετράμηνη περίπου καθυστέρηση του στρατεύματος του Δράμαλη στην Ανατολική Χέρσο Ελλάδα, ώστε να «αναπνεύσει» περισσότερο η Πελοπόννησος. Ο Δράμαλης κατάφερε να περάσει τον Σπερχειό ποταμό στις 29 Ιουνίου και κατευθύνθηκε προς την Πελοπόννησο, αφού διήλθε ανενόχλητος την Αττική.
Οι πρώτες πληροφορίες που έφθαναν από την Πελοπόννησο ανέφεραν ότι η στρατιά του Μαχμούτ Πασά αντιμετώπιζε προβλήματα και η προέλασή της δεν ήταν τόσο απρόσκοπτη, όπως αρχικά φαινόταν. Ο Χουρσίτ άρχισε να προετοιμάζει στράτευμα προς ενίσχυση του Δράμαλη επικεφαλής του οποίου όρισε τον Κιοσέ Μεχμέτ Πασά, έναν εκ των ικανοτέρων αξιωματικών του. Η ενδυνάμωση του στρατεύματος του Δράμαλη θα έδινε μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση στην επίτευξη του στόχου των Οθωμανών που δεν ήταν άλλος από την ανακατάληψη της Τριπολιτσάς, η οποία είχε περιέλθει στη διοίκηση του Κολοκοτρώνη και των άλλων οπλαρχηγών έπειτα από την άλωσή της, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821.
Ο Χουρσίτ, ως εντεταλμένος του Σουλτάνου στην Ελλάδα, γνώριζε πολύ καλά ότι η διέλευση του στρατεύματος από τα περάσματα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος ήταν δύσκολο εγχείρημα και θα έπρεπε να εξασφαλισθεί με κάθε τρόπο.
Μη έχοντας πολλά περιθώρια στην εξασφάλιση ασφαλούς διελεύσεως του στρατού του Κιοσέ Μεχμέτ στη Βοιωτία και στη συνέχεια στην Αττική ο Χουρσίτ Πασάς απέστειλε στράτευμα, τον Ιούλιο του 1822, υπό τον Χασναμάρ Πασά με 2.500 κονιάρους (3.000 κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη) για τον έλεγχο των περασμάτων της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και ιδιαίτερα εκείνου της Φοντάνας.
Οι οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης και Γκούρας αντιλαμβανόμενοι τις προθέσεις των Τούρκων κατέλαβαν το πέρασμα της Φοντάνας. Οι Τούρκοι δοκίμασαν πολλές φορές να προχωρήσουν δια της Φοντάνας, αλλά όλες οι προσπάθειές τους ήταν ανεπιτυχείς. Εξαιτίας της δυσκολίας διελεύσεως από το συγκεκριμένο πέρασμα οι μεν πεζοί του τουρκικού στρατεύματος οπισθοχώρησαν και στρατοπέδευσαν στην περιοχή της Νεβρόπολης, οι δε ιππείς έφθασαν από άλλα περάσματα στο Δαδί, το οποίο χρησιμοποιούσαν ως ορμητήριο των επιδρομών τους στα γύρω χωριά.
Τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου του 1822 έφθασε στην περιοχή του Δαδιού ο κύριος όγκος του στρατεύματος του Κιοσέ Μεχμέτ από άλλο πέρασμα, λόγω της αποτυχίας του Χασναμάρ Πασά να καταλάβει τα στενά της Φοντάνας. Με την έλευση του Κιοσέ Μεχμέτ η δύναμη των Τούρκων στην περιοχή του Δαδιού ανήλθε σε 12.000 περίπου άνδρες.
Ο Κιοσέ Μεχμέτ είχε εντολή από τον Χουρσίτ Πασά να προελάσει προς την Πελοπόννησο δια πυρός και σιδήρου, ώστε να ενισχύσει τον οπισθοχωρούντα στρατό του Δράμαλη, μετά την ήττα του στα Δερβενάκια, στις 26 Ιουλίου 1822, και να καταπνίξει στο αίμα τις διάφορες επαναστατικές εστίες της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Γνωρίζοντας ο Κιοσέ Μεχμέτ τη μορφολογία του εδάφους και τα στρατηγικά σημεία της περιοχής, λόγω της συμμετοχής του στη μάχη της Αλαμάνας, αποφάσισε να μεταβεί στα Σάλωνα και από εκεί μέσω του Κορινθιακού θα περνούσε στην Πελοπόννησο εγκαταλείποντας έτσι την αρχική πορεία μέσω Λειβαδιάς, Θηβών, Μεγαρίδος και ισθμού της Κορίνθου.
Για την επιτυχή προέλασή του προς την Πελοπόννησο σκέφθηκε να διαιρέσει το στράτευμά του σε δύο σώματα, ώστε να προκαλέσει τη διασπορά των δυνάμεων των Ελλήνων οπλαρχηγών. Υλοποιώντας τη σκέψη του αυτή κράτησε το μεγαλύτερο σώμα, δυνάμεως 8.000 ανδρών, και πέρασε μέσω Γραβιάς στα Σάλωνα, στις 17 Οκτωβρίου 1822. Στο πέρασμα της Γραβιάς ο παπα-Ανδρέας και ο Καλύβας με μικρή δύναμη παλληκαριών προσπάθησαν περισσότερο να παρενοχλήσουν το στράτευμα των Τούρκων, παρά να το αναχαιτίσουν.
Φθάνοντας στα Σάλωνα οι Τούρκοι βρήκαν την πόλη έρημη από τους κατοίκους της, οι οποίοι πριν φύγουν φρόντισαν να κάψουν τα κτήματα και τις αποθήκες τους. Το άλλο σώμα, δυνάμεως 4.000 ανδρών, το ανέθεσε στον Μπέη της Οχρίδος Τσελελεδίν, ο οποίος επιχείρησε να μεταβεί στα Σάλωνα μέσω Ζεμενού, αλλά εκεί αναχαιτίσθηκε από τους οπλαρχηγούς του Ανδρούτσου Λάϊο και Λεπενιώτη, που ηγούντο σώματος Αραχωβιτών. Έτσι αναγκάσθηκε να επιστρέψει στον κάμπο του Δραχμανιού και στη συνέχεια μετέβη στα Σάλωνα μέσω Δαδιού και Γραβιάς.
Ο Κιοσέ Μεχμέτ παρακολουθούσε από τα Σάλωνα τις κινήσεις των Ελλήνων οπλαρχηγών και ιδιαίτερα εκείνες του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Πληροφορηθείς ότι ο Ανδρούτσος έρχεται προς το μέρος του, από την Αθήνα όπου ευρίσκετο, και ότι στις απέναντι της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος ακτές της Πελοποννήσου συγκεντρώνονταν στρατεύματα Ελλήνων οπλαρχηγών αποφάσισε να επιστρέψει στην περιοχή της Γραβιάς, για να αποφύγει τον εγκλωβισμό του και στη συνέχεια να μεταβεί στην Πελοπόννησο δια της Μεγαρίδος και του ισθμού της Κορίνθου, όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο της εκστρατείας.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έφυγε από την Αθήνα στις 23 Οκτωβρίου 1822 με 350 Αθηναίους, οι οποίοι είχαν επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Σαρρή, Βασιλείου, Λέκα και Ντάβαρη. Στην πορεία του εκστρατευτικού σώματος προς το Δαδί αυτό ενισχύετο προοδευτικά με αξιόμαχα παλληκάρια από την Αττική και τη Βοιωτία.
Ο Ανδρούτσος παρακολουθώντας τις κινήσεις του Κιοσέ Μεχμέτ Πασά αποφάσισε να αναχαιτίσει τους Τούρκους στο Δαδί. Προς τούτο απέστειλε στην περιοχή τους Γεώργιο Λεπενιώτη και Ιωάννη Κομποδαδίτη, καθώς και τους αδελφούς Κατσικογιάννη με τα παλληκάρια τους, για να φτιάξουν ταμπούρια στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας (εξωκλήσι ευρισκόμενο πλησίον της Ι.Μ. Δαδίου).
Ο ίδιος ο Ανδρούτσος έφθασε στο Δαδί, στις 30 Οκτωβρίου 1822, και μετέβη στα ταμπούρια της Αγίας Μαρίνας, όπου τοποθέτησε τους οπλαρχηγούς του σε διάταξη μάχης έχοντας στα δεξιά του τον Ευστάθιο Κατσικογιάννη και τον Ιωάννη Κομποδαδίτη και στα αριστερά του τον Γεώργιο Λεπενιώτη, ο ίδιος κατέλαβε το κέντρο της διατάξεως.
Ο Ανδρούτσος προσκάλεσε τον Σαρρή, που ευρίσκετο μέσα στο Δαδί με τα 300 παλληκάρια, να πάει στα ταμπούρια της Αγίας Μαρίνας, για να βοηθήσει. Ο Σαρρής δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Ανδρούτσου και μάλιστα προσπάθησε να εμποδίσει και αυτούς που είχαν διαφορετική άποψη και ήθελαν να μεταβούν εκεί.
Οι Τούρκοι έφυγαν από την περιοχή της Γραβιάς, όπου είχαν στρατοπεδεύσει, και κατευθύνοντο προς τη Βοιωτία σε πορεία παράλληλο με τη ροή του Κηφισού ποταμού. Οι κάτοικοι του Δαδιού τρομοκρατημένοι από την παρουσία του πολυπληθούς τουρκικού στρατεύματος στην περιοχή εγκατέλειψαν το Δαδί καταφεύγοντας στον Παρνασσό, για να σωθούν.
Την 1η Νοεμβρίου 1822 η εμπροσθοφυλακή των Τούρκων έγινε αντιληπτή από τους Έλληνες σκοπούς σε θέση ευρισκομένη ανατολικά των δαδιώτικων πάνω Καλυβιών. Αντιληφθείς ο σαλπιγκτής του Λεπενιώτη την ύπαρξη του τουρκικού στρατεύματος, σήμανε συναγερμό και οι Τούρκοι αιφνιδιασμένοι υποχώρησαν στα πάνω Καλύβια του Δαδιού.
Ο Ανδρούτσος κατέβηκε από την Αγία Μαρίνα, πέρασε τη θέση «Λιθαρόστρουγκα» και επιτέθηκε στην εμπροσθοφυλακή των Τούρκων παρά τη θέση «Καλογερικά δένδρα», όπου και συνήφθη αψιμαχία. Στη συνέχεια διωκόμενος από τους Τούρκους υποχώρησε προς το Δαδί, στην περιοχή του σημερινού εξωκλησίου του Αγίου Κωνσταντίνου, για να ανακάμψει ακολούθως στην Αγία Μαρίνα.
Οι Τούρκοι γνωρίζοντας ότι οι Έλληνες οπλαρχηγοί ήταν διαιρεμένοι, κατέχοντες δύο διαφορετικές θέσεις, επιτέθηκαν ταυτόχρονα στο Δαδί με το ιππικό τους και στα ταμπούρια του Ανδρούτσου στην Αγία Μαρίνα με το πεζικό τους επικεφαλής του οποίου ήταν ο ίδιος ο Κιοσέ Μεχμέτ. Πρώτοι υπέκυψαν οι άνδρες του Σαρρή, οι οποίοι ετράπησαν σε φυγή προς τη Βελίτσα αφήνοντας στο Δαδί τον Σαρρή αιχμάλωτο και 18 Αθηναίους νεκρούς κατά τον Κάρπο Παπαδόπουλο.
Στη συνέχεια το ιππικό των Τούρκων κατευθύνθηκε στην Αγία Μαρίνα προσδοκώντας να περικυκλώσει τις εκεί δυνάμεις των Ελλήνων οπλαρχηγών. Τα παλληκάρια του Ανδρούτσου βλέποντας ότι περικυκλώνονταν από το ιππικό των Τούρκων οπισθοχώρησαν στο μοναστήρι. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος εξακολουθούσε να μένει στη θέση του και να πολεμάει. Μόλις αντελήφθη ότι είχε μπροστά του τους Τούρκους πεζικάριους και στα νώτα του το ιππικό αυτών, οπισθοχώρησε και αυτός προς το μοναστήρι του Δαδιού.
«Ενταύθα η μάχη διήρκησεν από 10 – 2 ώρας μ.μ. Ο Οδυσσεύς παντού έτρεχε φωνάζων ένα έκαστον κατ’ όνομα, δια ν’ αντέχουν. Ο στρατός μέχρι τινός εξαίρετα εξετέλεσε τα χρέη του βλέπων όμως, ότι πανταχόθεν περικυκλώθη από το ιππικόν του εχθρού, οπισθοχώρησε», μας πληροφορεί ο Κάρπος Παπαδόπουλος στα απομνημονεύματά του.
Στη μάχη του Δαδίου, κατά τον γραμματέα του πασά Νικόλαο Λασπά, σκοτώθηκαν 120 Τούρκοι και από τους Έλληνες, εκτός εκείνων που ήταν μέσα στο Δαδί, σκοτώθηκε ο αξιωματικός Μήνιος Κατσικογιάννης, γιος του αρματολού της Βόνιτσας Χρήστου Κατσικογιάννη, και πληγώθηκε ο Τζαούσης.
Οι Τούρκοι κατέλαβαν το μοναστήρι, τους άνδρες τους έσφαξαν και τα γυναικόπαιδα τα αιχμαλώτισαν ο δε Ανδρούτσος τους ξέφυγε και αυτή τη φορά και κατευθύνθηκε προς τη Δαύλεια. Οι Τούρκοι εισερχόμενοι στο μοναστήρι του Δαδιού δε σεβάστηκαν ούτε τα ιερά ούτε τα όσια προβαίνοντας σε κάθε μορφής βανδαλισμό στο έμψυχο και άψυχο περιεχόμενό του. Την ίδια τύχη είχε και το Δαδί, τα σπίτια και οι ναοί του. Τα πάντα έγιναν παρανάλωμα του πυρός και πολλοί των κατοίκων, που είχαν απομείνει εκεί, αιχμαλωτίσθηκαν. Οι Τούρκοι μετά τη μάχη κατευθύνθηκαν προς τη Βελίτσα και στρατοπέδευσαν στην περιοχή την ευρισκομένη μεταξύ Κάτω Καλυβιών Δαδιού και αμπελιών της Βελίτσας.
Ο Ανδρούτσος, στις 5 Νοεμβρίου 1822, έστειλε τον γραμματικό του Αντώνιο Γεωργαντά στον Κιοσέ Μεχμέτ, για να του ζητήσει να σταματήσουν τον πόλεμο και να συζητήσουν. Επίσης του ζήτησε την παράδοση του συλληφθέντος οπλαρχηγού Νικολάου Σαρρή. Οι Τούρκοι δέχθηκαν την ανακωχή, η οποία θα άρχιζε στις 5 Νοεμβρίου 1822 και έμελλε να διαρκέσει τρεις μήνες. Ορίσθηκε δε και συνάντηση ανάμεσα στην τουρκική διοίκηση και τον Ανδρούτσο στην Αγία Μαρίνα, χωριό ανατολικά της Βελίτσας, όπου οι αντιπροσωπείες των εμπολέμων θα συναντιόντουσαν, για να συνομιλήσουν. Πρόθεση του Ανδρούτσου ήταν να πείσει τους Τούρκους να υποχωρήσουν στο Ζητούνι, για να κερδίσει χρόνο, ώστε ο επερχόμενος χειμώνας να αναγκάσει τον Κιοσέ Μεχμέτ να εγκαταλείψει την ιδέα μεταβάσεώς του στην Πελοπόννησο.
Προσερχόμενος ο Ανδρούτσος στη συνάντηση με τους Τούρκους αξιωματούχους του δόθηκε το έγγραφο της υποταγής, για να το υπογράψει. Ο Ανδρούτσος στράφηκε τότε προς τον Κάρπο Παπαδόπουλο, στον οποίο εξέφρασε τη στεναχώρια του με ένα αναστεναγμό. Ο Κάρπος του είπε ότι το έγγραφο υπογραφόμενο ίσως έχει ολέθριο πρόσκομμα στην ελευθερία των Ελλήνων. Στη συνέχεια ο Ανδρούτσος πλησίασε τους Τούρκους και αφού πήρε στα χέρια του το έγγραφο και μια πένα προσποιήθηκε ότι το υπογράφει. Αμέσως, όμως, άφησε την πένα στο τραπέζι και αναφώνησε:
«Μπέηδες από την στιγμήν ταύτην ο λαός της Ρούμελης θεωρείται πλέον ως υποταγμένος εις τον Υψηλότατον Σουλτάνον. Αλλά τι θέλετε αληθινόν προσκύνημα να κάμωμεν, ή πλαστόν; Εάν μόνος εγώ υπογράψω, ως άνθρωπος, πιθανόν να παύσω του ζην από εν αιφνίδιον περιστατικόν, και τότε ματαιούται η υπόθεσις. Αληθινόν προσκύνημα είναι όταν υπογραφή το έγγραφον τούτο από τους Προεστούς των επαρχιών κ’ επομένως επικυρωθή από εμέ. Αλλ’ επειδή οι Προεστοί ούτοι δεν είναι παρόντες, ευρισκόμενοι δια τας ταραχάς των πολέμων εις την Σαλαμίνα και τα πόλεις της Πελοποννήσου, σας υπόσχομαι εγώ εντός 20 ημερών να τους ανακαλέσω ενταύθα, δια να αποπερατωθή η υπόθεσις. Υμείς δε είναι ανάγκη, να επιστρέψητε προς το παρόν εις το Ζητούνι με τον στρατόν σας, δια να μένη ο Ραγιάς άφοβος, και να αρχίση τας εργασίας του, δια να μην ζημιούται το Δοβλέτι. Δι’ ασφάλειάν σας δε, δίδω δύο τρεις ανθρώπους εκ των σημαντικοτέρων των επαρχιών ως ενέχειρα, και μετά 20 ημέρας αφ’ ου σας πέμψω το έγγραφον, μου αποστέλλετε τούτους ενταύθα».
Με την επινόηση αυτή ο Ανδρούτσος δεν υπέγραψε το έγγραφο υποταγής και επέστρεψε στο στρατηγείο του, όπου έντυσε με λαμπερά ρούχα τρεις απλούς γέροντες χωρικούς και τους απέστειλε ως ενέχυρα στον Κιοσέ Μεχμέτ με τη σύσταση ότι επρόκειτο περί δήθεν ευυπόληπτων πολιτών των επαρχιών Λειβαδιάς, Θηβών και Σαλώνων. Ο Κάρπος Παπαδόπουλος μας πληροφορεί ότι ο Ανδρούτσος παρακολουθούσε τις αντιδράσεις των Τούρκων με τηλεσκόπιο από τη στιγμή που έφθασαν οι όμηροι στο τουρκικό στρατόπεδο. Αντιληφθείς ότι οι Τούρκοι πείσθηκαν και άρχισαν να μαζεύουν τις σκηνές τους, κίνηση που σήμαινε αποχώρηση, πετάχθηκε από τη χαρά του βρίζοντας τον Κιοσέ Μεχμέτ με βρισιές που συνήθιζε να εκστομίζει.
Ο Ανδρούτσος αφού πέτυχε, βοηθούντων των συγκυριών, την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων από τη Ρούμελη κατευθύνθηκε στην περιοχή του Ευρίπου και μετά προς το Μεσολόγγι, που την περίοδο εκείνη πολιορκείτο από τα στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη.
Στην αποχώρηση του τουρκικού στρατεύματος συνέτειναν ο ερχομός του χειμώνα, η λιποταξία πολλών Αλβανών από το τουρκικό στράτευμα και ο βίαιος θάνατος του Χουρσίτ Πασά, στις 30 Νοεμβρίου 1822.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος στα δύο πρώτα χρόνια της Επαναστάσεως του 1821 έσωσε δύο φορές την Ανατολική Ελλάδα από την καταστροφή. Αυτό, όμως, δεν το σεβάσθηκε ο Άρειος Πάγος, ο οποίος εξακολουθούσε να τον κατηγορεί και τέλος να τον οδηγήσει στον θάνατο.
Γι’ αυτή τη μάχη, που πέρασε στην ιστορία ως Μάχη του Δαδιού, έχουμε αναφορές των αυτοπτών μαρτύρων Κάρπου Παπαδόπουλου (οπλαρχηγού του Ανδρούτσου), Αντωνίου Γεωργαντά (γραμματικού του Ανδρούτσου), του αυτήκοου μάρτυρος στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, καθώς και των ιστορικών, Σπυρίδωνος Τρικούπη, Γουσταύου Χέρτσβεργ, Διονυσίου Κόκκινου, Γεωργίου Κρέμου, του ταγματάρχου της Ελληνικής Επαναστάσεως Λάμπρου Κουτσονίκα κ.ά. ιστορικών".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου