Δευτέρα 29 Μαΐου 2023

29 Μαΐου 1453, Η Άλωση της Πόλης

Συμπληρώνονται φέτος 570 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα της Τρίτης 29 Μαΐου 1453  όπου η βασιλεύουσα των πόλεων έπεσε στα χέρια των Τούρκων. Η Κωνσταντινούπολη είχε στο παρελθόν πολιορκηθεί είκοσι επτά φορές, αλλά μόνο τον Απρίλιο του 1204 οι Σταυροφόροι της Δ΄ σταυροφορίας κατάφεραν να μπουν στην Πόλη. Μετά την πτώση της  στους σταυροφόρους της δύσης η βυζαντινή αυτοκρατορία διασπάστηκε σε τρία μέρη: στην Αυτοκρατορία της Νίκαιας (1204-1261) που κατά κάποιο τρόπο ήταν η φυσική συνέχεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, στο Δεσποτάτο της Ηπείρου (1204-1337) και στην Αυτοκρατορία της Τραπεζούντας που κυβερνήθηκε από την μεγάλη οικογένεια των Κομνηνών (1204-1261). Τον Αύγουστο του 1261 ανακαταλαμβάνει την Κωνσταντινούπολη  ο Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος και εγκαθιστά τη δυναστεία των Παλαιολόγων. Η Ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως και η ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας έστρεψε αναγκαστικά και μοιραία την προσοχή του Μιχαήλ Η΄ στην Ευρώπη με αποτέλεσμα να παραμελήσει την ανατολή και να την αφήσει στο έλεος των Τούρκων.



Στην προ της αλώσεως περίοδο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ταλανιζόταν από εμφύλιες έριδες μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών, καθώς και από την πανώλη του 1347 με αποτέλεσμα να χάσει σχεδόν όλες τις κτήσεις της και πάνω από το ένα τρίτο του πληθυσμού της εξ αιτίας της πανώλης που πρωτοαναφέραμε. Έτσι στις αρχές του 15ου αιώνα είχε μετατραπεί σε πόλη κράτος και η επικράτειά της περιοριζόταν στα περί την Κωνσταντινούπολη κυρίως εδάφη. Τα οικονομικά της ήταν σε ύφεση και δεν αρκούσαν για να πληρωθεί ο μισθοφορικός στρατός.

Τον Οκτώβριο  1448, πέθανε ο αυτοκράτορας Ιωάννης Η΄ Παλαιολόγος και το 1449 τον διαδέχθηκε στο θρόνο ο αδελφός Δεσπότης του Μύστρα Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος - Δραγάσης (φέρων και το επίθετο της μητέρας του) σε ηλικία περίπου 45 ετών. Η κατάσταση των οικονομικών της Αυτοκρατορίας ήταν τέτοια, που ανάγκασε τον Κωνσταντίνο να στεφθεί  Αυτοκράτορας στο Μυστρά, για να αποφύγει τις δαπάνες των τελετών. Το  1451 πεθαίνει ο Σουλτάνος Μουράτ Β΄ και στο θρόνο τον διαδέχθηκε ο γιος του Μωάμεθ Β΄ σε ηλικία 19 ετών, ο οποίος δεν άργησε να δείξει την πραγματική του επιθυμία που δεν ήταν άλλη από την κατάληψη της Πόλης, εκπληρώνοντας έτσι και την εντολή του πατέρα του, αλλά και το λόγο του Προφήτη ότι: «ο μεγαλύτερος στρατηλάτης θα είναι εκείνος που θα κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη».

Στα 4 χρόνια της Βασιλείας του ο Κωνσταντίνος προσπάθησε να ενισχύσει την Αυτοκρατορία και να θωρακίσει περισσότερο την Πόλη. Ενίσχυσε τα τείχη και προσπάθησε να οργανώσει όσο μπορούσε περισσότερο την άμυνα της πόλης. Η αμυντική της θωράκιση ήταν αριστουργηματική, αλλά δεν μπορούσε να καλύψει τις δύο βασικές της αδυναμίες της, την παλαιότητά της και την έλλειψη πολεμιστών, που είχε σαν αποτέλεσμα η αμυντική της γραμμή να μη φτάνει μέχρι τον Κεράτιο.

Τη Δευτέρα του Πάσχα του 1453  κάνουν την εμφάνισή τους τα πρώτα αποσπάσματα των τούρκων τα οποία απωθούνται από τους υπερασπιστές της πόλης. Στις 5  Απριλίου  η τεράστια οθωμανική στρατιά με επικεφαλής τον ίδιο το Σουλτάνο κάνει την εμφάνισή της και εγκαθίσταται απέναντι από την πύλη του Αγίου Ρωμανού, στην κοιλάδα του ποταμού Λύκου, στο σημείο όπου τα τείχη έχουν το μικρότερο ύψος. Ο Χαλκοκονδύλης τους ανεβάζει σε 400.000 και ο Φραντζής σε 250.000 στρατιώτες. Αιχμή του δόρατος ήταν οι 12.000 γενίτσαροι, το επίλεκτο στρατιωτικό σώμα με εκπαιδευμένους άνδρες.

Το θέαμα που αντίκρισαν οι υπερασπιστές  ήταν επιβλητικό. Ο Αυτοκράτορας δίνει εντολή να κοπούν οι γέφυρες των τάφρων και να κλείσουν οι πύλες. Κλείνει  δε τον Κεράτιο Κόλπο με μία τεράστια αλυσίδα, ώστε να εμποδίσει την περαιτέρω διείσδυση των τουρκικών πλοίων στον κεράτιο κόλπο. Οι υπερασπιστές καταλαμβάνουν τις προκαθορισμένες θέσεις τους στα τείχη. Ο Αυτοκράτορας επικεφαλής επίλεκτων μαχητών καταλαμβάνει το μεσοτοίχιο, τοίχος που διέσχιζε την κοιλάδα του Λύκου. Οι στρατιωτικές δυνάμεις των υπερασπιστών της Πόλης ήταν 7.000 περίπου, εκ των οποίων οι 5.000 ντόπιοι και οι 2.000 ξένοι, κυρίως Γενουάτες και Βενετοί.  Αλλά η πολυτιμότερη προσθήκη στις τάξεις των αμυνομένων ήταν οι 700 Γενοβέζοι που έφερε μαζί του ο Τζουστινιάνι.

Ο Σουλτάνος ζητά την παράδοση της Πόλης, αλλά ο Αυτοκράτορας του απαντά: «το μεν την πόλιν σοι δούναι ούτ’ εμόν εστίν ούτ’ άλλου των κατοικούντων εν αυτή, κοινή γάρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών», απάντηση που εξοργίζει το Σουλτάνο που το διάστημα 6 έως 21 Απριλίου κανονιοβολεί συνεχώς την Πόλη χωρίς ιδιαίτερα όμως αποτελέσματα και με μεγάλες μάλιστα απώλειες από την πλευρά των στρατευμάτων του. Την ίδια χρονική περίοδο ο Τούρκικος στόλος αποτελούμενος από 400 πλοία προσπάθησε ανεπιτυχώς να διασπάσει την αλυσίδα του Κερατίου Κόλπου. Μετά από προτροπή ξένων συμβούλων οι Τούρκοι κατασκευάζουν δίολκο μήκους 8 χιλιομέτρων και στις 22 Απριλίου καταφέρνουν να περάσουν 70 πλοία από το Βόσπορο στον Κεράτιο Κόλπο μέσα από τους λόφους του Πέρα συρόμενα πάνω σε έλκηθρα. Έτσι ο κλοιός έσφιξε περισσότερο και οι ελπίδες για σωτηρία της Πόλης άρχισαν να περιορίζονται.

Οι επιθέσεις των Τούρκων συνεχίζονταν ανεπιτυχώς μέχρι τις 27 Μαΐου 1453, οπότε και άρχισαν οι προετοιμασίες για την τελική επίθεση. Ο Σουλτάνος έδωσε το σύνθημα της επίθεσης λίγο πριν το ξημέρωμα της Τρίτης 29 Μαΐου 1453. Η πολιορκημένη Πόλη συγκλονίστηκε από τις κραυγές των επιτιθέμενων, τα σήμαντρα και οι καμπάνες των εκκλησιών άρχισαν να χτυπούν και να καλούν τον κόσμο στα τείχη. Η βασική γραμμή άμυνας ήταν είδη παρατεταγμένη. Ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος βρέθηκε στα τείχη από την πρώτη ώρα της πολιορκίας της, δίπλα στους στρατιώτες του, δίπλα στον Τζουστινιάνι, τον μόνο με τον οποίο μπορούσε να μοιράζεται τις σκέψεις του.

Η τακτική των Τούρκων βασίστηκε αποκλειστικά και μόνο στον όγκο των δυνάμεων. Οι επιτιθέμενοι έφεραν σκάλες και μηχανισμούς που θα τους επέτρεπαν να υψώσουν ανεμόσκαλες στα τείχη. Παράλληλα, σημάδευαν με βέλη τους χριστιανούς πίσω από τα τείχη. Οι Βυζαντινοί απαντούσαν με το «υγρό πυρ» που στο διάβα του κατέκαιγε τους πάντες. Το μεγάλο μπρούτζινο «βασιλικό κανόνι» που μπορούσε να εκτοξεύει τεράστια πέτρινα  βλήματα περιφέρειας 2,5 μέτρων κατάφερε να γκρεμίσει ένα μεγάλο τμήμα του πρώτου τείχους στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Τριακόσιοι Τούρκοι πέρασαν μέσα από τα τείχη και αποδεκατίστηκαν από τους άνδρες του Παλαιολόγου μη τολμώντας να σκαρφαλώσουν στο δεύτερο τείχος. Τότε, όταν ο ήλιος άρχισε να φωτίζει το πεδίο της εφιαλτικής μάχης, ο σουλτάνος διέταξε την έφοδο των γενίτσαρων. Οι εξαντλημένοι χριστιανοί αξιοποιούσαν στο μέγιστο βαθμό το αμυντικό πλεονέκτημα των υψηλών τειχών και μπορούσαν να κρατούν τους γενίτσαρους μακριά. Όλα έδειχναν πως η άμυνα μπορούσε να συγκρατήσει την επίθεση. Τότε συνέβη κάτι τρομερό, κάποιος ειδοποίησε τον αυτοκράτορα πως ο Τζουστινιάνι πληγώθηκε και αποχώρησε με τους στρατιώτες του. Το γεγονός προκάλεσε σύγχυση μεταξύ των πολιορκούμενων και η άμυνα χαλάρωσε. Ο Σουλτάνος διέκρινε την αναταραχή και διέταξε το πυροβολικό να πλήξει εκ νέου τα τείχη. Από το ρήγμα η επίλεκτη ομάδα του γενίτσαρου Χασάν πέρασε στον περίβολο του εξωτοιχίου. 

Ο Χασάν σκοτώθηκε, αλλά κάποιοι κατάφεραν να ανέβουν στα τείχη. Την ίδια στιγμή η σημαία του σουλτάνου φάνηκε να κυματίζει επάνω από την Κερκόπορτα, μια χαμηλή πόρτα που τη χρησιμοποιούσαν σε καιρό ειρήνης οι πεζοί, όταν οι μεγάλες πύλες ήταν κλειστές, και επιτίθενται στα νώτα των αμυνομένων, την οποία, κατά την κρατούσα άποψη, οι βυζαντινοί είχαν ξεχάσει να κλειδώσουν. Εάλω η Πόλις! Εκατοντάδες γενίτσαροι άρχισαν να περνούν στην πόλη και να καταστρέφουν την αμυντική διάταξη. Οι στρατιώτες βλέπουν τους εισβολείς και φωνάζουν: «εάλω η πόλις». Ο αυτοκράτορας ρίχνεται στους εισβολείς και μετά από σφοδρή σώμα με σώμα μάχη πέφτει ηρωικά μπροστά στην πύλη του Αγίου Ρωμανού. Ο θάνατος του Κωνσταντίνου ΙΑ΄ έγινε γνωστός αρκετές ώρες μετά την κατάληψη της Πόλης από τους Οθωμανούς. Η σορός του αναγνωρίστηκε από τα αυτοκρατορικά του πορφυρά πέδιλα και τις περικνημίδες που έφεραν το δικέφαλο αετό. Έτσι έπεσε στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων η βασιλεύουσα των πόλεων και μαζί μ’ αυτήν και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Με θρήνο και τρόμο η Πόλη υποδέχθηκε τον κατακτητή. Η περιγραφή του ιστορικού Κριτόβουλου, είναι χαρακτηριστική: «Άμα σφάξανε πλήθος ανθρώπων και είδανε πως κανένας δεν αντιστεκόταν, σκέφτηκαν το διαγούμισμα. Μπουλούκια μπουλούκια τρέξανε να μπουν στα μέγαρα των δυνατών, άλλοι προτίμησαν τις εκκλησίες και άλλοι σκορπίστηκαν στα σπίτια του κοσμάκη, αρπάζοντας, βουτώντας, πλιατσικολογώντας, σκοτώνοντας, ατιμάζοντας, σκλαβώνοντας άνδρες, γυναίκες, παιδιά, γέρους, νέους, παπάδες, καλόγερους, ανθρώπους κάθε ηλικίας και τάξης».

Την Άλωση της Κωνσταντινούπολης ακολούθησε η κατάκτηση της υπολοίπου Ελλάδος, του Δεσποτάτου του Μιστρά (1460), της Αθήνας (1456), της Αυτοκρατορίας της Τραπεζούντας (1461), της Ναυπάκτου (1499), της Μεθώνης και Κορώνης (1500), Ναύπλιο και Μονεμβασιά (1540),  της Κρήτης (1699) κ.ά. Παντού απλώθηκε η μαύρη σκλαβιά 400 χρόνων από τους Οθωμανούς Τούρκους.

«σημαίνει ο Θεός, σημαίνει η γης, σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά, το μέγα μοναστήρι,
πόχει τρακόσια σήμαντρα κι εξήντα δυο καμπάνες,
κάθε καμπάνα και παπάς, κάθε παπάς και διάκος
 Ψάλλει ζερβά ο βασιλιάς, δεξιά ο πατριάρχης,
κι απ’ την πολλήν την ψαλμουδιά εσειόντανε οι κολόνες….»

Δημήτριος Ιωάν. Βασιλείου
πρώην Διευθυντής του Γενικού Λυκείου Αμφίκλειας
Κοινοτικός Σύμβουλος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου