Του Δημήτρη Βασιλείου* / Εν Δελφοίς
Τα πλέον σημαντικά γεγονότα του δευτέρου έτους της Ελληνικής Επαναστάσεως του 1821 στην Ανατολική Χέρσο Ελλάδα ήταν: α) η εκστρατεία του Δημητρίου Υψηλάντη στην περιοχή του Δαδιού, τον Φεβρουάριο του 1822, β) οι εκστρατείες των Ελλήνων οπλαρχηγών στο Πατρατζίκι και στη Στυλίδα, γ) η παραίτηση του Οδυσσέα Ανδρούτσου από την ηγεσία του στρατεύματος, δ) τα γεγονότα της Δρακοσπηλιάς, ε) η μάχη στο Δαδί, 1 Νοεμβρίου 1822.
Έπειτα από την εξουδετέρωση του Αλή Πασά ο Χουρσίτ έστρεψε το ενδιαφέρον του στις επιχειρήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων της Στερεάς Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Το επιχειρησιακό σχέδιο των Οθωμανών προέβλεπε ταυτόχρονη εισβολή στρατευμάτων στην Ανατολική και στη Δυτική Χέρσο Ελλάδα, με παράλληλη δράση του οθωμανικού στόλου. Για την υλοποίηση του σχεδίου αυτού ο Χουρσίτ συγκρότησε μεγάλη στρατιά, η οποία θα είχε την εντολή να προελάσει στην Πελοπόννησο για την ανακατάληψη της Τριπολιτσάς και την εξουδετέρωση των επαναστατικών εστιών της Ανατολικής Ελλάδος και της Πελοποννήσου. Επικεφαλής της στρατιάς τοποθετήθηκε ο Μαχμούτ Πασάς, ο επονομαζόμενος Δράμαλης.
Τις κινήσεις των Οθωμανών παρακολουθούσε, όπως ήταν φυσικό, το Εκτελεστικό, το οποίο αποφάσισε τη μεταφορά δυνάμεων από την Πελοπόννησο για την ενίσχυση των οπλαρχηγών της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος. Επικεφαλής του εκστρατευτικού σώματος τοποθετήθηκε ο Δημήτριος Υψηλάντης, Πρόεδρος του Βουλευτικού Σώματος.
Από τις αρχές Μαρτίου η στρατιά του Δράμαλη βρισκόταν στην περιοχή του Ζητουνίου και έμελλε να κατευθυνθεί στην Πελοπόννησο. Η παρουσία τόσου μεγάλου στρατεύματος στην πεδιάδα του Σπερχειού ανησύχησε τους ντόπιους οπλαρχηγούς και τον Υψηλάντη, με πρωτοβουλία του οποίου συγκλήθηκε πολεμικό συμβούλιο στον Μπράλο, στις 24 Μαρτίου 1822, στο οποίο συμμετείχαν οι: Οδ. Ανδρούτσος, Γ. Δυοβουνιώτης, Δ. Σκαλτσάς, Μήτσος Κοντογιάννης, Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς), Ν. Πανουργιάς, Ανδρίτσος Σαφάκας και ο Δρόσος Μανσόλας, ως εκπρόσωπος του Αρείου Πάγου. Το συμβούλιο αποφάσισε να προσβάλουν οι ελληνικές δυνάμεις τις οθωμανικές ταυτόχρονα σε Στυλίδα και Πατρατζίκι (Υπάτη), την 1η Απριλίου 1822, και στη συνέχεια όλοι μαζί να κτυπήσουν το Ζητούνι (Λαμία), όπου ήταν ο κύριος όγκος της στρατιάς του Δράμαλη.
Δυστυχώς οι εκστρατείες στο Πατρατζίκι και στη Στυλίδα ήταν ανεπιτυχείς για τα ελληνικά στρατεύματα, εξαιτίας: α) της δυσμενούς σχέσεως μεταξύ κυβερνήσεως και στρατιωτικών, β) του μίσους μεταξύ του Αρείου Πάγου και του Οδυσσέα Ανδρούτσου, γ) της ασυνεννοησίας μεταξύ των Ελλήνων οπλαρχηγών στην εφαρμογή του αρχικού σχεδίου επιθέσεως. Το όφελος όμως των επιχειρήσεων ήταν η τετράμηνη περίπου καθυστέρηση της στρατιάς του Δράμαλη στην Ανατολική Χέρσο Ελλάδα, επ’ ωφελεία των επιχειρήσεων στην Πελοπόννησο. Ο Δράμαλης πέρασε τον Σπερχειό στις 29 Ιουνίου και κατευθύνθηκε ανενόχλητος στην Αττική και από εκεί στην Πελοπόννησο, όπου στις 26 Ιουλίου 1822 συγκρούστηκε με τις δυνάμεις του Κολοκοτρώνη στα Δερβενάκια, όπου και υπέστη μεγάλες απώλειες.
Οι υπάρχουσες, όμως, εντάσεις στη σχέση Αρείου Πάγου και Οδυσσέα Ανδρούτσου επιδεινώθηκαν έπειτα από την αποτυχία της διπλής εκστρατείας στο Πατρατζίκι και στη Στυλίδα. Κάποιοι εκ των αρεοπαγιτών απέδιδαν την αποτυχία στη διαγωγή του Ανδρούτσου. Ο Ανδρούτσος αγανακτισμένος από τη συμπεριφορά του Αρείου Πάγου έστειλε εγγράφως από τη Δρακοσπηλιά, στις 16 Απριλίου 1822, την παραίτησή του από κάθε υπηρεσία της Πατρίδας, όπως μας πληροφορεί ο Σπυρίδων Τρικούπης.
Ο Άρειος Πάγος δίνοντας συνέχεια στην αντιπαράθεσή του με τον Ανδρούτσο αξίωνε από το Εκτελεστικό Σώμα την αντικατάστασή του, από τον Χρήστο Παλάσκα, καθώς και την αντικατάσταση του Δημητρίου Υψηλάντη, από τον οπλαρχηγό Παναγιώτη Γιατράκο.
Αποκύημα των εντάσεων και των αντιπαραθέσεων μεταξύ Ανδρούτσου, Ιωάννου Κωλλέτη (Μινίστρου των Εσωτερικών), Μαυροκορδάτου (Προέδρου του Εκτελεστικού) και Αρείου Πάγου ήταν ο θάνατος των Ηπειρωτών Χρήστου Παλάσκα και του Αλέξη Νούτσου στη Δρακοσπηλιά, οι οποίοι είχαν σταλεί από το Εκτελεστικό Σώμα ο μεν πρώτος ως αντικαταστάτης του Ανδρούτσου, ο δε δεύτερος ως πολιτικός διοικητής.
Οι πρόκριτοι των Αθηνών αντιδρώντας στον Άρειο Πάγο συγκρότησαν συνέλευση, στις 16 Σεπτεμβρίου 1822, στην οποία συμμετείχαν, κατά τον Κάρπο Παπαδόπουλο, εκτός των ιδίων, οι προεστοί Λειβαδιάς, Θηβών, Σαλώνων, Ταλαντίου και Ευρίπου, καθώς και οι αρχιερείς Αθηνών, Θηβών και Καρυστίας. Η συνέλευση, υπό την προεδρία του μητροπολίτη Αθηνών Διονυσίου, έλαβε δύο σημαντικές αποφάσεις. Με την πρώτη κατάργησε τον Άρειο
Πάγο και ανέθεσε τις αρμοδιότητές του στους αντιπροσώπους και εφόρους των ελευθέρων επαρχιών και με τη δεύτερη ανακήρυξε, στις 24 Σεπτεμβρίου 1822, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο αρχιστράτηγο της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος χαρίζοντάς του ένα ακριβό σπαθί.
Έπειτα από την αποτυχία του Δράμαλη στα Δερβενάκια, ο Χουρσίτ Πασάς προετοίμασε στράτευμα προς ενίσχυσή του επικεφαλής του οποίου όρισε τον Κιοσέ Μεχμέτ Πασά, έναν εκ των ικανοτέρων Οθωμανών αξιωματικών. Ο Χουρσίτ πίστευε ότι η ενδυνάμωση του στρατεύματος του Δράμαλη θα ενίσχυε το φρόνημα και την αυτοπεποίθηση των Οθωμανών για την ανακατάληψη της Τριπολιτσάς, η οποία είχε περιέλθει στη διοίκηση των Ελληνικών δυνάμεων έπειτα από την άλωσή της, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821.
Ο Χουρσίτ γνώριζε ότι η διέλευση του στρατεύματος του Κιοσέ Μεχμέτ από τα περάσματα της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος ήταν δύσκολο εγχείρημα και θα έπρεπε να εξασφαλισθεί η επιτυχία του με κάθε δυνατό τρόπο. Προς τούτο έστειλε, τον Ιούλιο του 1822, τον Χασναμάρ Πασά με 2.500 κονιάρους (3.000 κατά τον Σπυρίδωνα Τρικούπη) για τον έλεγχο των περασμάτων της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος και ιδιαίτερα εκείνου της Φοντάνας (θέση υπεράνω του Μοδιού). Όμως οι Έλληνες οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης και Γκούρας αντιλήφθηκαν τις προθέσεις των Οθωμανών και κατέλαβαν το πέρασμα της Φοντάνας, που ήταν το σημαντικότερο της περιοχής. Οι Οθωμανοί δοκίμασαν πολλές φορές να περάσουν από τη Φοντάνας, ωστόσο όλες τους οι προσπάθειες ήταν ανεπιτυχείς.
Τις πρώτες ημέρες του Οκτωβρίου του 1822 έφθασε στην περιοχή του Δαδιού (στην κοιλάδα του άνω ρου του Βοιωτικού Κηφισσού) ο κύριος όγκος του στρατεύματος του Κιοσέ Μεχμέτ από άλλο όμως πέρασμα, εξαιτίας της αποτυχίας του Χασναμάρ Πασά να καταλάβει τα στενά της Φοντάνας. Με την έλευση του Κιοσέ Μεχμέτ η δύναμη των Οθωμανών στην περιοχή του Δαδιού ανήλθε σε 12.000 περίπου άνδρες.
Γνωρίζοντας ο Κιοσέ Μεχμέτ τη μορφολογία του εδάφους και τα στρατηγικά σημεία της περιοχής, λόγω της συμμετοχής του στη μάχη της Αλαμάνας, αποφάσισε να μεταβεί στα Σάλωνα από τη Γραβιά και από εκεί μέσω του Κορινθιακού θα περνούσε στην Πελοπόννησο εγκαταλείποντας έτσι το αρχικό σχέδιο διελεύσεως μέσω Λειβαδιάς, Θηβών, Μεγαρίδας και Ισθμού της Κορίνθου.
Φθάνοντας στα Σάλωνα οι Οθωμανοί βρήκαν την πόλη έρημη από τους κατοίκους της, οι οποίοι είχαν φροντίσει πριν φύγουν να κάψουν τα κτήματα και τις αποθήκες τους, εφαρμόζοντας κατά κάποιο τρόπο την τακτική του Κολοκοτρώνη στον Αργολικό κάμπο πριν τη μάχη των Δερβενακίων. Όταν ο Κιοσέ Μεχμέτ πληροφορήθηκε ότι ο Ανδρούτσος ερχόταν από την Αθήνα προς το μέρος του και ότι στις ακτές της Πελοποννήσου, απέναντι από την Ανατολική Χέρσο Ελλάδα, συγκεντρώνονταν ελληνικά στρατεύματα Ελλήνων, αποφάσισε να επιστρέψει στην περιοχή της Γραβιάς, ώστε να αποφύγει πιθανό εγκλωβισμό του, και στη συνέχεια να μεταβεί στην Πελοπόννησο από τη Μεγαρίδα και τον Ισθμό, όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο της εκστρατείας.
Ο Ανδρούτσος παρακολουθώντας τις κινήσεις του Κιοσέ Μεχμέτ Πασά αποφάσισε να αναχαιτίσει τους Οθωμανούς στο Δαδί. Έτσι έστειλε στην περιοχή τους Γεώργιο Λεπενιώτη και Ιωάννη Κομποδαδίτη, καθώς και τους αδελφούς Κατσικογιάννη με τα παλληκάρια τους, για να φτιάξουν ταμπούρια στην περιοχή της Αγίας Μαρίνας (πλησίον της Ι.Μ. Δαδίου). Ο ίδιος έφθασε στο Δαδί, στις 30 Οκτωβρίου 1822, και μετέβη αμέσως στα ταμπούρια της Αγίας Μαρίνας, όπου τοποθέτησε τους οπλαρχηγούς του σε διάταξη μάχης έχοντας στα δεξιά του τον Ευστάθιο Κατσικογιάννη και τον Ιωάννη Κομποδαδίτη και στα αριστερά του τον Γεώργιο Λεπενιώτη, ο ίδιος κατέλαβε το κέντρο της διατάξεως.
Ο Ανδρούτσος προσκάλεσε τον Σαρρή, που βρισκόταν μέσα στο Δαδί με τα 300 παλληκάρια, να πάει στα ταμπούρια της Αγίας Μαρίνας, για να βοηθήσει. Ο Σαρρής δεν ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα του Ανδρούτσου και μάλιστα προσπάθησε να εμποδίσει και αυτούς που είχαν διαφορετική άποψη και ήθελαν να μεταβούν εκεί.
Οι Οθωμανοί έφυγαν από την περιοχή της Γραβιάς, όπου είχαν στρατοπεδεύσει, και κατευθύνονταν προς τη Βοιωτία σε πορεία παράλληλη με τη ροή του Κηφισού. Οι κάτοικοι του Δαδιού τρομοκρατημένοι από την παρουσία του πολυπληθούς Οθωμανικού στρατεύματος εγκατέλειψαν το Δαδί και κατέφυγαν στον Παρνασσό, για να σωθούν
Ο Κιοσέ Μεχμέτ γνωρίζοντας ότι οι Έλληνες κατείχαν δύο διαφορετικές θέσεις, επιτέθηκε ταυτόχρονα, την 1η Νοεμβρίου 1822, στο Δαδί με το ιππικό του και στα ταμπούρια του Ανδρούτσου με το πεζικό του επικεφαλής του οποίου ήταν ο ίδιος. Πρώτοι υπέκυψαν οι
άνδρες του Σαρρή, οι οποίοι ετράπησαν σε φυγή προς τη Βελίτσα αφήνοντας στο Δαδί τον Σαρρή αιχμάλωτο και 18 Αθηναίους νεκρούς κατά τον Κάρπο Παπαδόπουλο.
Στη συνέχεια το ιππικό των Οθωμανών κινήθηκε προς την Αγία Μαρίνα προσδοκώντας να περικυκλώσει τις ευρισκόμενες εκεί δυνάμεις των Ελλήνων οπλαρχηγών. Τα παλληκάρια του Ανδρούτσου βλέποντας ότι περικυκλώνονταν οπισθοχώρησαν προς το μοναστήρι. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος εξακολουθούσε να μένει στη θέση του και να πολεμάει. Μόλις αντιλήφθηκε ότι είχε μπροστά του τους Οθωμανούς πεζικάριους και στα νώτα του το ιππικό αυτών, οπισθοχώρησε και αυτός προς το μοναστήρι του Δαδιού.
Οι Τούρκοι κατέλαβαν το μοναστήρι, τους άνδρες τους έσφαξαν και τα γυναικόπαιδα τα αιχμαλώτισαν ο δε Ανδρούτσος τους ξέφυγε και κατευθύνθηκε προς τη Δαύλεια. Οι Οθωμανοί εισερχόμενοι στο μοναστήρι του Δαδιού δε σεβάστηκαν ούτε τα ιερά ούτε τα όσια προβαίνοντας σε κάθε μορφής βανδαλισμό στο έμψυχο και άψυχο περιεχόμενό του. Την ίδια τύχη είχε και το Δαδί, τα σπίτια και οι ναοί του. Τα πάντα έγιναν παρανάλωμα του πυρός και πολλοί των κατοίκων, που είχαν απομείνει εκεί, αιχμαλωτίσθηκαν. Οι Τούρκοι μετά τη μάχη κατευθύνθηκαν προς τη Βελίτσα και στρατοπέδευσαν στην περιοχή την ευρισκομένη μεταξύ Κάτω Καλυβιών του Δαδιού και αμπελιών της Βελίτσας.
Ο Ανδρούτσος, στις 5 Νοεμβρίου 1822, έστειλε τον γραμματικό του Αντώνιο Γεωργαντά στον Κιοσέ Μεχμέτ, για να του ζητήσει να σταματήσουν τον πόλεμο και να συζητήσουν. Επίσης του ζήτησε την παράδοση του συλληφθέντος οπλαρχηγού Νικολάου Σαρρή. Οι Οθωμανοί δέχθηκαν την ανακωχή, η οποία θα άρχιζε στις 5 Νοεμβρίου 1822 και έμελλε να διαρκέσει τρεις μήνες. Ορίσθηκε δε και συνάντηση ανάμεσα στην οθωμανική διοίκηση και τον Ανδρούτσο στην Αγία Μαρίνα, χωριό ανατολικά της Βελίτσας, όπου οι αντιπροσωπείες των εμπολέμων θα συναντιόντουσαν, για να συνομιλήσουν. Πρόθεση του Ανδρούτσου ήταν να πείσει τους Τούρκους να υποχωρήσουν στο Ζητούνι, για να κερδίσει χρόνο, ώστε ο επερχόμενος χειμώνας να αναγκάσει τον Κιοσέ Μεχμέτ να εγκαταλείψει την ιδέα μεταβάσεώς του στην Πελοπόννησο.
Στην αποχώρηση του οθωμανικού στρατεύματος συνέτεινε: α)ο ερχομός του χειμώνα, β)η λιποταξία πολλών Αλβανών πολεμιστών και γ)ο βίαιος θάνατος του Χουρσίτ Πασά.
Γι’ αυτή τη μάχη, που πέρασε στην ιστορία ως Μάχη του Δαδιού, έχουμε αναφορές των αυτοπτών μαρτύρων Κάρπου Παπαδόπουλου (οπλαρχηγού του Ανδρούτσου), Αντωνίου Γεωργαντά (γραμματικού του Ανδρούτσου), του αυτήκοου μάρτυρα στρατηγού Ιωάννου Μακρυγιάννη, καθώς και των ιστορικών: Σπυρίδωνος Τρικούπη, Γουσταύου Χέρτσβεργ, Διονυσίου Κόκκινου, Γεωργίου Κρέμου, του ταγματάρχη της Ελληνικής Επαναστάσεως Λάμπρου Κουτσονίκα κ.ά.
*Ο Δημήτρης Ιωάν. Βασιλείου
κατάγεται από την Ελάτεια και διαμένει στην Αμφίκλεια.
Τη δεκαετία 2007-2017 διετέλεσε Διευθυντής στο Γενικό Λύκειο Αμφίκλειας.
Σήμερα ασχολείται με την έρευνα και τη συγγραφή ιστορικών βιβλίων
Από την